- ημίκυνες
- ἡμίκυνες, οἱ (AM)μσν.(στον εν. αριθ.) ὁ ἡμικύων(ως βρισιά) σκυλίαρχ.αυτοί που είναι κατά το ήμισυ σκύλοι, ονομασία ενός μυθικού έθνους, στον Ησίοδ., αλλού ονομάζονται κυνοκέφαλοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + κύνες «σκυλιά»].
Dictionary of Greek. 2013.